Μετάβαση στο περιεχόμενο

divorce

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

divorce (en)

ενεστώτας divorce
γ΄ ενικό ενεστώτα divorces
αόριστος divorced
παθητική μετοχή divorced
ενεργητική μετοχή divorcing

divorce (en)




Ετυμολογία

[επεξεργασία]
divorce < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
divorce divorces

divorce (fr) αρσενικό