κοκκιοκύτταρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοκκιοκύτταρο τα κοκκιοκύτταρα
      γενική του κοκκιοκύτταρου των κοκκιοκύτταρων
    αιτιατική το κοκκιοκύτταρο τα κοκκιοκύτταρα
     κλητική κοκκιοκύτταρο κοκκιοκύτταρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκκιοκύτταρο < κοκκία + κύτταρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκκιοκύτταρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]