panel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
panel | panels |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
panel (en)
- ο πίνακας
- η κριτική επιτροπή, μια ομάδα ειδικών που δίνουν τις συμβουλές ή τη γνώμη τους για κάτι
- ↪ The panel regarded his work positively.
- Η κριτική επιτροπή αντιμετώπισε το έργο του θετικά.
- ↪ The panel regarded his work positively.