πυριτόλιθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυριτόλιθος οι πυριτόλιθοι
      γενική του πυριτόλιθου
πυριτολίθου
των πυριτόλιθων
πυριτολίθων
    αιτιατική τον πυριτόλιθο τους πυριτόλιθους
πυριτολίθους
     κλητική πυριτόλιθε πυριτόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυριτόλιθος < πυρίτ(ης) + -ό- + λίθος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πυριτόλιθος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]