spring

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
spring springs

spring (en)

  1. η άνοιξη
  2. η πηγή (νερού)
  3. το ελατήριο
    the spring of a watch - το ελατήριο ενός ρολογιού
     συνώνυμα: coil

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας spring
γ΄ ενικό ενεστώτα springs
αόριστος sprang, sprung
παθητική μετοχή sprung
ενεργητική μετοχή springing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

spring (en)

  1. πηγάζω
  2. αναπηδώ

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 277. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ελατήριο