spring
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spring | springs |
spring (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | spring |
γ΄ ενικό ενεστώτα | springs |
αόριστος | sprang, sprung |
παθητική μετοχή | sprung |
ενεργητική μετοχή | springing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
spring (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 277. ISBN 9780194325684., λήμμα: ελατήριο