coil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
coil coils

coil (en)

  1. (ηλεκτρισμός) το πηνίο
  2. η σπείρα, η κουλούρα
    a coil of wire - μια κουλούρα σύρμα
  3. το ελατήριο
    the coil of a watch - το ελατήριο ενός ρολογιού
     συνώνυμα: spring

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας coil
γ΄ ενικό ενεστώτα coils
αόριστος coiled
παθητική μετοχή coiled
ενεργητική μετοχή coiling

coil (en)

  • κουλουριάζω
    He coiled the rope around the tree.
    Κουλούριασε την τριχιά στο δέντρο.

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 471. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κουλούρα, κουλουριάζω