κουλουριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουλουριάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουλουριάζω < κουλούρα < ελληνιστική κοινή κολλούρα < αρχαία ελληνική κολλύρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ku.luɾˈʝa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐λου‐ριά‐σζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κουλουριάζω, αόρ.: κουλούριασα, παθ.φωνή: κουλουριάζομαι, π.αόρ.: κουλουριάστηκα, μτχ.π.π.: κουλουριασμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]