ανοσοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανοσοθεραπεία < ανοσο- + -θεραπεία, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική immunotherapy)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανοσοθεραπεία θηλυκό
- (ιατρική) (νεολογισμός) η θεραπεία που στοχεύει στην ενδυνάμωση και την ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος ενός οργανισμού, προκειμένου να καταπολεμηθεί μια ασθένεια
- Αποτελέσματα μελετών που ασχολούνται με την παθητική ανοσοθεραπεία έχουμε πάρα πολλά από το 2010 και μετά. Άρα, δεν μιλάμε για κάτι καινούργιο. Το βασικότερο πρόβλημα που δεν έχει επιτρέψει στη συγκεκριμένη θεραπεία όλο αυτό τον καιρό να πάρει έγκριση από τον Αμερικανικό Οργανισμό Φαρμάκων, για να φτάσει στους ασθενείς, είναι ότι δεν έχει τυποποιηθεί ο τρόπος εφαρμογής της, είναι χρονοβόρα, απαιτεί εξαιρετικά εξειδικευμένη και δαπανηρή υποδομή, ενώ δεν είναι το ίδιο αποτελεσματική για όλους τους ασθενείς και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες, μέχρι θανάτους. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανοσοθεραπευτικός
- → δείτε τις λέξεις νόσος και θεραπεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανοσοθεραπεία
Πηγές
[επεξεργασία]ανοσοθεραπεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανοσο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θεραπεία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)