idea

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
idea ideas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

idea (en)

  1. η ιδέα, η έμπνευση, ένα σχέδιο, μια σκέψη ή μια πρόταση
    ⮡  He is full of new ideas.
    Είναι γεμάτος νέες ιδέες.
    ⮡  He was the first to have the idea for the telephone.
    Ήταν ο πρώτος που είχε την ιδέα του τηλεφώνου.
    ⮡  His idea is better than yours.
    Η ιδέα του είναι καλύτερη από τη δική σου.
    ⮡  I shudder at the mere idea of it.
    Και μόνο στην ιδέα του ανατριχιάζω.
    ⮡  I have no idea where he is.
    Δεν έχω ιδέα πού είναι.
    ⮡  I had the bright/bad idea of refusing.
    Είχα την καλή/κακή έμπνευση ν' αρνηθώ.
    ⮡  Whose idea was this visit?
    Τίνος έμπνευση ήταν αυτή η επίσκεψη;
  2. (ενικός, μη μετρήσιμο) η ιδέα, ο τρόπος που σκέφτομαι κάτι
    ⮡  That will give you a good idea of life here.
    Αυτό θα σου δώσει μια καλή ιδέα για τη ζωή εδώ.
    ⮡  I have a clear idea of it.
    Έχω σαφή ιδέα για αυτό.
  3. η ιδέα, η γνώμη, η άποψη
    ⮡  my political ideas - οι πολιτικές μου ιδέες
    ⮡  He has extremist ideas.
    Έχει εξτρεμιστικές ιδέες.
  4. (ενικός) η ιδέα, η αίσθηση ότι κάτι είναι δυνατό ή είναι αληθινό
    ⮡  Don’t get the idea that I am going to pay for your debts!
    Μη σου περνάει η ιδέα ότι θα πληρώσω τα χρέη σου!
  5. (ενικός) η ιδέα, ο στόχος κάτι
    ⮡  I went in with the idea that I was going to buy it.
    Πήγα με την ιδέα να το αγοράσω.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

idea (gl) θηλυκό



ενικός πληθυντικός
idea ideas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

idea (es) θηλυκό



      ενικός         πληθυντικός  
idea idee

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

idea (it) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

idea (ca) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

idea (pl)