Μετάβαση στο περιεχόμενο

επιδότηση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιδότηση οι επιδοτήσεις
      γενική της επιδότησης* των επιδοτήσεων
    αιτιατική την επιδότηση τις επιδοτήσεις
     κλητική επιδότηση επιδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιδότηση < επιδοτώ + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επιδότηση θηλυκό

  • (οικονομία) το χρηματικό ποσό που δίνεται από την κυβέρνηση ή άλλους φορείς ως ενίσχυση σε άτομα ή επιχειρήσεις
      Στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης συζητήθηκε το θέμα των αγροτικών επιδοτήσεων.
      επιδότηση ενοικίου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]