πεσσός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πεσσός | οι | πεσσοί |
γενική | του | πεσσού | των | πεσσών |
αιτιατική | τον | πεσσό | τους | πεσσούς |
κλητική | πεσσέ | πεσσοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]πεσσός < αρχαία ελληνική πεσσός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεσσός αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) μια από τις τετράγωνες κολόνες που στηρίζουν έναν θόλο
- το παιχνίδι των πεσσών που παιζόταν στην αρχαιότητα (πεσσεία)
- το πούλι ή πιόνι παιχνιδιού, όπως π.χ. στο σκάκι και στο τάβλι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεσσός
|