scientific
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | scientific |
συγκριτικός | more scientific |
υπερθετικός | most scientific |
Επίθετο
[επεξεργασία]scientific (en)
- επιστημονικός
- ⮡ This discovery represents a major scientific advance.
- Η ανακάλυψη αυτή αντιπροσωπεύει μια μεγάλη επιστημονική πρόοδο.
- ⮡ This discovery represents a major scientific advance.