Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Ειδικές σελίδες
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
συνταγματικός
6 γλώσσες
English
Français
Malagasy
Polski
Русский
中文
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνταγματικ
ός
η
συνταγματικ
ή
το
συνταγματικ
ό
γενική
του
συνταγματικ
ού
της
συνταγματικ
ής
του
συνταγματικ
ού
αιτιατική
τον
συνταγματικ
ό
τη
συνταγματικ
ή
το
συνταγματικ
ό
κλητική
συνταγματικ
έ
συνταγματικ
ή
συνταγματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνταγματικ
οί
οι
συνταγματικ
ές
τα
συνταγματικ
ά
γενική
των
συνταγματικ
ών
των
συνταγματικ
ών
των
συνταγματικ
ών
αιτιατική
τους
συνταγματικ
ούς
τις
συνταγματικ
ές
τα
συνταγματικ
ά
κλητική
συνταγματικ
οί
συνταγματικ
ές
συνταγματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
συνταγματικός
<
σύνταγμα
+
-ικός
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
συνταγματικός
ο σχετικός με το
σύνταγμα
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
συνταγματικός
αγγλικά
:
constitutional
(en)
γαλλικά
:
constitutionnel
(fr)
,
syntagmatique
(fr)
γερμανικά
:
verfassungsmäßig
(de)
δανικά
:
konstitutionel
(da)
ισπανικά
:
constitucional
(es)
ιταλικά
:
costituzionale
(it)
καταλανικά
:
constitucional
(ca)
νορβηγικά
:
konstitusjonell
(no)
ολλανδικά
:
grondwettelijk
(nl)
,
constitutioneel
(nl)
ουγγρικά
:
alkotmányos
(hu)
πολωνικά
:
konstytucyjny
(pl)
πορτογαλικά
:
constitucional
(pt)
ρουμανικά
:
constituțional
(ro)
ρωσικά
:
конституционный
(ru)
σουηδικά
:
konstitutionell
(sv)
τσεχικά
:
ústavní
(cs)
φινλανδικά
:
perustuslaillinen
(fi)
Κατηγορίες
:
Επέκταση
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
συνταγματικός
6 γλώσσες
Προσθήκη θέματος