αμφιγονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμφιγονία οι αμφιγονίες
      γενική της αμφιγονίας των αμφιγονιών
    αιτιατική την αμφιγονία τις αμφιγονίες
     κλητική αμφιγονία αμφιγονίες
ο πληθυντικός σπάνιος
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμφιγονία < αμφι- + -γονία < γόνος, λόγιο ενδογενές δάνειο: ίσως (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική amphigony

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμφιγονία θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]