αφαλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αφαλός | οι | αφαλοί |
γενική | του | αφαλού | των | αφαλών |
αιτιατική | τον | αφαλό | τους | αφαλούς |
κλητική | αφαλέ | αφαλοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφαλός < αρχαία ελληνική ὀμφαλός


Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφαλός αρσενικό
- (ανατομία) μικρή κοιλότητα στο κέντρο περίπου της κοιλιάς, το σημάδι που απομένει από το κόψιμο του ομφάλιου λώρου αμέσως μετά τη γέννηση
- το αποσπώμενο τμήμα ορισμένων τύπων κλειδαριάς στο οποίο μπαίνει και περιστρέφεται το κλειδί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφαλός
|