Μετάβαση στο περιεχόμενο

navel

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

navel (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
navel < (άμεσο δάνειο) αγγλική navel

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
navel navels

navel (fr) αρσενικό