Nabel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Nabel < μέση άνω γερμανική < παλαιά άνω γερμανική nabalo < πρωτογερμανική *nabalô

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈnaːbl̩/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Na‐bel

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Nabel (de) αρσενικό

  1. (ανατομία) αφαλός
  2. (μεταφορικά) το κέντρο, το κεντρικό σημείο

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Nabel (de) αρσενικό ή θηλυκό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Nabel < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Nabel αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]