αζιμουθιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αζιμουθιακός < αζιμούθι(ο) + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική azimuthal[1])
Επίθετο[επεξεργασία]
αζιμουθιακός, -ή, -ό
- (αστρονομία, γεωγραφία, ναυτικός όρος[2]) που έχει σχέση με το αζιμούθιο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ↪ αζιμουθιακές συντεταγμένες, αζιμουθιακή πυξίδα, αζιμουθιακή προβολή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- αζιμουθιακή διόπτρα
- → δείτε τη λέξη αζιμούθιο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ αζιμουθιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ αζιμουθιακός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ακός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)