επιστήλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιστήλιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) κάθε τμήμα ιστού ή καταρτιού που φέρεται προοδευτικά προσδεμένο στη στήλη ιστού
- ⮡ επειδή σε κάθε ιστιοφόρο φέρονται πολλά επιστήλια προς διάκριση μεταξύ τους λαμβάνουν την ονομασία του ιστίου (πανιού) που φέρει η κεραία εκάστου εξ αυτών, διαφέρουν δε μεταξύ τους σε διαστάσεις όπου και συνδέονται προοδευτικά σε φθίνουσα σειρά.
- ⮡ ένας ιστός, ή κατάρτι πλοίου μπορεί να συγκροτείται και από πέντε επιστήλια, το ένα ύπερθεν του άλλου
- (αρχιτεκτονική) αρχιτεκτονικό μέλος, το πάνω μέρος του στύλου
- ※ Δίπλα, συνεχίζονται οι εργασίες αναστήλωσης του Παρθενώνα. Προς στιγμήν ξεχνιέμαι. Με συνεπαίρνει η υψηλή ποιότητα της αναστήλωσης, διακρίνω τα νέα κομμάτια του λευκού μαρμάρου που συμπληρώνουν τόσο περίτεχνα τα σπόλια που χάθηκαν και τώρα ξαναβρίσκουν τη θέση τους πάνω στους κίονες, στα επιστήλια, στα γείσα. (www.efsyn.gr, 12.04.2021)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιστήλιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)