επιστήλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιστήλιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) κάθε τμήμα ιστού ή καταρτιού που φέρεται προοδευτικά προσδεμένο στη στήλη ιστού
- επειδή σε κάθε ιστιοφόρο φέρονται πολλά επιστήλια προς διάκριση μεταξύ τους λαμβάνουν την ονομασία του ιστίου (πανιού) που φέρει η κεραία εκάστου εξ αυτών, διαφέρουν δε μεταξύ τους σε διαστάσεις όπου και συνδέονται προοδευτικά σε φθίνουσα σειρά.
- ένας ιστός, ή κατάρτι πλοίου μπορεί να συγκροτείται και από πέντε επιστήλια, το ένα ύπερθεν του άλλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιστήλιο
|