προοδευτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προοδευτικά < προοδευτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
προοδευτικά
- υποστηρίζοντας την πρόοδο
- με μικρές αλλά σταθερές αλλαγές, βαθμιαία
- από αύριο η θερμοκρασία θα αρχίσει να αυξάνεται προοδευτικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προοδευτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
προοδευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προοδευτικό