προοδευτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προοδευτικά < προοδευτικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

προοδευτικά

  1. υποστηρίζοντας την πρόοδο
  2. με μικρές αλλά σταθερές αλλαγές, βαθμιαία
    από αύριο η θερμοκρασία θα αρχίσει να αυξάνεται προοδευτικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

προοδευτικά