adolescence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adolescence (en)
- η εφηβεία
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- adolescence < λατινική adolescentia < adolescens
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.do.lɛ.sɑ̃s/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
adolescence | adolescences |
adolescence (fr) θηλυκό
- η εφηβεία