Μετάβαση στο περιεχόμενο

ζελατίνη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζελατίνη οι ζελατίνες
      γενική της ζελατίνης των ζελατινών
    αιτιατική τη ζελατίνη τις ζελατίνες
     κλητική ζελατίνη ζελατίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζελατίνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζελατίνη θηλυκό

  • ουσία ζωικής προέλευσης που χρησιμοποιείται για να πήξει υγρά φαγώσιμα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]