compulsory
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | compulsory |
συγκριτικός | more compulsory |
υπερθετικός | most compulsory |
Επίθετο[επεξεργασία]
compulsory (en)
- αναγκαστικός, υποχρεωτικός
- ↪ How many compulsory subjects do you have this semester?
- Πόσα υποχρεωτικά μαθήματα έχεις αυτό το εξάμηνο;
- ↪ How many compulsory subjects do you have this semester?