tomb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tomb < λατινική tumba < αρχαία ελληνική τύμβος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tomb (en)
Δείτε επίσης : tomb- |
tomb (en)