πολυδύναμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυδύναμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πολυδύναμος, -η, -ο
- που έχει μεγάλη δύναμη
- που διαθέτει μεγάλες δυνατότητες
- πολυδύναμο ιατρείο
- (ιατρική), (ανοσολογία) για εμβόλιο το οποίο προστατεύει από πολλές ασθένειες ταυτόχρονα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυδύναμος
|