πολυδύναμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυδύναμος η πολυδύναμη το πολυδύναμο
      γενική του πολυδύναμου της πολυδύναμης του πολυδύναμου
    αιτιατική τον πολυδύναμο την πολυδύναμη το πολυδύναμο
     κλητική πολυδύναμε πολυδύναμη πολυδύναμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυδύναμοι οι πολυδύναμες τα πολυδύναμα
      γενική των πολυδύναμων των πολυδύναμων των πολυδύναμων
    αιτιατική τους πολυδύναμους τις πολυδύναμες τα πολυδύναμα
     κλητική πολυδύναμοι πολυδύναμες πολυδύναμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυδύναμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

πολυδύναμος, -η, -ο

  1. που έχει μεγάλη δύναμη
  2. που διαθέτει μεγάλες δυνατότητες
    πολυδύναμο ιατρείο
  3. (ιατρική), (ανοσολογία) για εμβόλιο το οποίο προστατεύει από πολλές ασθένειες ταυτόχρονα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]