επικονιαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικονιαστής < επικονιάζω + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικονιαστής αρσενικό
- το έντομο που συμμετέχει στην επικονίαση των ανθέων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικονιαστής