scaffolding
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scaffolding (en)
- σκαλωσιά, ικρίωμα
- (προγραμματισμός) ατελής πηγαίος κώδικας (source) που χρησιμεύει ως βάση (σκελετός) για περαιτέρω ανάπτυξη (development)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]scaffolding (en)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
scaffolding στην αγγλική Βικιπαίδεια