αυτολογοκρισία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτολογοκρισία < αυτο- + λογοκρισία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτολογοκρισία θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυτολογοκρίνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτολογοκρισία