territory
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
territory | territories |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]territory (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το έδαφος, η γη που βρίσκεται υπό τον έλεγχο μιας συγκεκριμένης χώρας ή πολιτικού ηγέτη
- ⮡ The crime was committed on Greek territory.
- Το έγκλημα έγινε σε ελληνικό έδαφος.
- ⮡ The crime was committed on Greek territory.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- territory στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]- territory - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 260. ISBN 9780194325684., λήμμα: έδαφος