territory

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
territory territories

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

territory (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το έδαφος, η γη που βρίσκεται υπό τον έλεγχο μιας συγκεκριμένης χώρας ή πολιτικού ηγέτη
    The crime was committed on Greek territory.
    Το έγκλημα έγινε σε ελληνικό έδαφος.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • territory στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]