φωτόσφαιρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτόσφαιρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωτόσφαιρα θηλυκό
- (αστρονομία) η ορατή επιφάνεια του ηλίου αμέσως κάτω από την ατμόσφαιρά του και στην οποία παρατηρούνται οι ηλιακές κηλίδες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτόσφαιρα
|