pattern

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pattern < μέση αγγλική patron

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpa.t(ə)n/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈpæ.təɹn/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pattern (en)

  1. πρότυπο, υπόδειγμα, μοτίβο
  2. (πληροφορική) συμβολοσειρά που περιέχει σύμβολα υποκατάστασης (wildcard characters) και χρησιμοποιείται για ταίριασμα (matching) με άλλες συμβολοσειρές

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • pattern στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια