pattern
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pattern < μέση αγγλική patron
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pattern (en)
- πρότυπο, υπόδειγμα, μοτίβο
- (πληροφορική) συμβολοσειρά που περιέχει σύμβολα υποκατάστασης (wildcard characters) και χρησιμοποιείται για ταίριασμα (matching) με άλλες συμβολοσειρές
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
pattern στην αγγλική Βικιπαίδεια