γλουταμίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γλουταμίνη < γλουτ(ένιο) + αμίνη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλουταμίνη θηλυκό
- (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
- (βιοχημεία, αμινοξύ) μη απαραίτητο αμινοξύ με τύπο H2N-CO-(CH2)2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Gln ή Q. Είναι αμίδιο του γλουταμινικού οξέος