αδικοπραξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδικοπραξία < αδικοπραγία κατά το πράξις [1] < ἀδικοπραξία (μαρτυρείται από το 1885)[2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αδικοπραξία θηλυκό
- (νομικός όρος) η παράνομη και υπαίτια ενέργεια, που προσβάλλει ξένα συμφέροντα δημιουργώντας υποχρέωση αυτού που ζημίωσε προς αποζημίωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδικοπραξία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αδικοπραξία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σελ. 14, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου