extraction
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- extraction < extract
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]extraction (en)
- η εξαγωγή ή το βγάλσιμο ενός (ολόκληρου) σώματος που βρίσκεται μέσα σε κάποιο άλλο σώμα ή περιοχή
- η αφαίρεση ή η απόσπαση μίας ουσίας που βρίσκεται δεσμευμένη μέσα σε κάτι
- extraction of Silver from Copper ore
- (μεταφορικά) η απόσπαση ή η απόκτηση
- extraction of vital informaton from a source
- η εξόρυξη
- η καταγωγή ενός ανθρώπου
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛks.tʁak.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
extraction | extractions |
extraction (fr) θηλυκό