επιβολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπιβολή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιβολή οι επιβολές
      γενική της επιβολής των επιβολών
    αιτιατική την επιβολή τις επιβολές
     κλητική επιβολή επιβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιβολή < αρχαία ελληνική ἐπιβολή < ἐπιβάλλω < ἐπί + βάλλω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.voˈli/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιβολή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]