αναρχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναρχία | οι | αναρχίες |
γενική | της | αναρχίας | των | αναρχιών |
αιτιατική | την | αναρχία | τις | αναρχίες |
κλητική | αναρχία | αναρχίες | ||
ο πληθυντικός πολύ σπάνιος | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναρχία < αρχαία ελληνική ἀναρχία (στερητικό ἀν- + ἀρχός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναρχία θηλυκό
- η ανυπαρξία αρχής, εξουσίας
- κεντρικός πυλώνας της οντολογίας του ρεαλισμού είναι η κοσμοαντίληψη πως οι διεθνείς σχέσεις διαμορφώνονται σε ένα σύστημα διεθνούς αναρχίας
- η αταξία, το χάος, ως αποτέλεσμα της απουσίας της κρατικής παρέμβασης ή γενικότερα της έλλειψης ρυθμιστικών κανόνων
- η πολιτική ιδεολογία του αναρχισμού που πρεσβεύει την αυτοοργάνωση, την αυτοδιαχείριση, με αποτέλεσμα την απουσία της κρατικής παρέμβασης και τη δημιουργία ρυθμιστικών κανόνων από τον ίδιο τον λαό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αναρχία στη Βικιπαίδεια