αναρχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναρχικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]αναρχικός, -η, -ο
- που υποστηρίζει την αναρχία ως πολιτική ιδεολογία και κοινωνικό σύστημα
- που δεν περιορίζεται από τις καθιερωμένες αρχές
- η αναρχική γραφή του συγγραφέα τάραξε τα νερά της λογοτεχνίας
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναρχικός