άναρχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄναρχος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άναρχος η άναρχη το άναρχο
      γενική του άναρχου της άναρχης του άναρχου
    αιτιατική τον άναρχο την άναρχη το άναρχο
     κλητική άναρχε άναρχη άναρχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άναρχοι οι άναρχες τα άναρχα
      γενική των άναρχων των άναρχων των άναρχων
    αιτιατική τους άναρχους τις άναρχες τα άναρχα
     κλητική άναρχοι άναρχες άναρχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άναρχος < αρχαία ελληνική ἄναρχος

Επίθετο[επεξεργασία]

άναρχος, -η, -ο

  1. χωρίς αρχή και τέλος
    άναρχος χρόνος, άναρχος Θεός
  2. χωρίς αρχές και ρέγουλα, χωρίς κανόνες, όχι όμως με την έννοια του αναρχισμού, αλλά με την έννοια του απρογραμμάτιστου
     συνώνυμα: ακατάστατος
    άναρχη ανάπτυξη
    άναρχη δόμηση (η δόμηση εκτός σχεδίου πόλεως ή η δόμηση χωρίς τήρηση κανονισμών)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]