movement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
movement movements

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
movement < move + -ment

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

movement (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κίνηση, η ενέργεια του να κινώ το σώμα ή μέρος του σώματος
    Frequent repetition of the same movements every day causes boredom in the automotive industry workers.
    Η συχνή επανάληψη των ίδιων κάθε μέρα κινήσεων προξενεί ανία στους εργαζομένους της βιομηχανίας αυτοκινήτων.
  2. το κίνημα, μια ομάδα ανθρώπων που μοιράζονται τις ίδιες ιδέες ή στόχους
    the labor movement : το εργατικό κίνημα
    She’s actively participating in the ecological movement.
    Συμμετέχει ενεργά στο οικολογικό κίνημα.
  3. (μετρήσιμο, μουσική) το μέρος, οποιοδήποτε από τα κύρια μέρη στα οποία χωρίζεται ένα μεγάλο μουσικό έργο
    A symphony usually has four movements.
    Μια συμφωνία έχει συνήθως τέσσερα μέρη.
  4. (μετρήσιμο, ωρολογοποιία) ο μηχανισμός του ρολογιού
    This watch has a Japanese movement.
    Αυτό το ρολόι έχει γιαπωνέζικο μηχανισμό (δηλ. ιαπωνικής κατασκευής)
    συντομογραφία: mvt / MVT