κίνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κίνημα | τα | κινήματα |
γενική | του | κινήματος | των | κινημάτων |
αιτιατική | το | κίνημα | τα | κινήματα |
κλητική | κίνημα | κινήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κίνημα < αρχαία ελληνική κίνημα < κινέω / κινῶ (2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mouvement)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κίνημα ουδέτερο
- επαναστατική ενέργεια που με τη βία αποσκοπεί στην εξουσία και τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων
- ※ Ο Γαβριηλίδης υπήρξε σφοδρός πολέμιος των παλαιών κομμάτων και αγωνίστηκε μέσω της Ακροπόλεως για την επικράτηση του κινήματος το 1909. Επιφυλακτικός στην αρχή απέναντι του Βενιζέλου, ξεκίνησε σταδιακά την υποστήριξή του, παρόλους τους φόβους που εξέφραζε για ‘μεσσιολατρεία’ της ελληνικής κοινωνίας.
- Στυλιανός Ματζούρης (2014), Η στάση του ελληνικού τύπου έναντι της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου (1910-1914), διδακτορική εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, σελ. 26
- ※ Ο Γαβριηλίδης υπήρξε σφοδρός πολέμιος των παλαιών κομμάτων και αγωνίστηκε μέσω της Ακροπόλεως για την επικράτηση του κινήματος το 1909. Επιφυλακτικός στην αρχή απέναντι του Βενιζέλου, ξεκίνησε σταδιακά την υποστήριξή του, παρόλους τους φόβους που εξέφραζε για ‘μεσσιολατρεία’ της ελληνικής κοινωνίας.
- ομάδα πολιτών με κοινούς (ριζοσπαστικούς ή ανατρεπτικούς) στόχους και ανάλογες παρεμβάσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κινηματίας
- κινηματική
- κινηματικός
- → δείτε τη λέξη κινώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)