margin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

margin (en)

  1. το περιθώριο σε μια σελίδα
  2. το περιθώριο κέρδους
  3. το περιθώριο μέσα στο οποίο κάποιος μπορεί να κινηθεί
    a margin of error - ένα περιθώριο λάθους