fringe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fringe (en)

  1. διακοσμητικό περιθώριο, μπορντούρα, κορνίζα, πλαίσιο
    the fringe of a picture
  2. (ΗΒ) τσουλούφι
    Her fringe is so long it covers her eyes.
     συνώνυμα: forelock, bangs (ΗΠΑ)
  3. άτομο ή ομάδα που βρίσκεται στο περιθώριο ενός ευρύτερου συνόλου, στη μειοψηφία
  4. η περιφέρεια μιας πόλης, τα προάστια
    He lives in the fringe of London.

Επίθετο[επεξεργασία]

fringe (en)

  1. περιθωριακός
     αντώνυμα: mainstream

Ρήμα[επεξεργασία]

fringe (en)

  1. διακοσμώ με μπορντούρα
  2. παίζω το ρόλο της μπορντούρας
    Purple bonnets fringed soft, pink, querulous faces on pillows in bath chairs. (Virginia Woolf, Jacob's Room, Κεφ. 2, 1922)