κομιτατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κομιτατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική komitacı < komita < γαλλική comité < λατινική committo < mitto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meyth₂- / *mith₂- (αλλάζω, μετακινώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομιτατζής αρσενικό
- (ιστορία) μέλος αντάρτικης βουλγαρικής ομάδας που έδρασε στα Βαλκάνια προς το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
- ελληνικής καταγωγής άτομο που υπηρετούσε με την πλευρά της Βουλγαρίας κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)