κομιτατζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομιτατζής οι κομιτατζήδες
      γενική του κομιτατζή των κομιτατζήδων
    αιτιατική τον κομιτατζή τους κομιτατζήδες
     κλητική κομιτατζή κομιτατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομιτατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική komitacı < komita < γαλλική comité < λατινική committo < mitto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meyth₂- / *mith₂- (αλλάζω, μετακινώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κομιτατζής αρσενικό

  1. (ιστορία) μέλος αντάρτικης βουλγαρικής ομάδας που έδρασε στα Βαλκάνια προς το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
  2. ελληνικής καταγωγής άτομο που υπηρετούσε με την πλευρά της Βουλγαρίας κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]