mitto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mitto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meyth₂- / *mith- (=ανταλλάσσω, μετακινώ)
Ρήμα[επεξεργασία]
mitto (la)
- πέμπω, στέλνω
- παραπέμπω
- ρίχνω, βάλλω
- γράφω επιστολή, αναγγέλλω
- παρασκευάζω
- συνοδεύω
- αφήνω, ελευθερώνω
- διαλύω
Κλίση[επεξεργασία]
Γ' συζυγία (mitto, misi, missum, mittere)
|