εθνογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εθνογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ethnographie < ethno- + -graphie < αρχαία ελληνική ἔθνος + γράφω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.θno.ɣɾaˈfi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εθνογραφία θηλυκό
- η μελέτη, καταγραφή, περιγραφή και αναλυτική προσέγγιση των βασικών στοιχείων του πολιτισμού και των κοινωνικών σχέσεων και φαινομένων που δημιουργούνται από τα μέλη μιας εθνοτικής ή άλλης κοινωνικής ομάδας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εθνογραφικός
- εθνογράφος
- → δείτε τις λέξεις έθνος και γράφω
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εθνογραφία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)