κοκκίαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοκκίωση, κοκκιωμάτωση, κοκκίωμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκκίαση οι κοκκιάσεις
      γενική της κοκκίασης* των κοκκιάσεων
    αιτιατική την κοκκίαση τις κοκκιάσεις
     κλητική κοκκίαση κοκκιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοκκιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοκκίαση < κοκκίο + -αση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική granulation)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοκκίαση θηλυκό

  1. (ιατρική) άλλη μορφή του κοκκίωση
  2. (αστρονομία) σύνολο από μικρούς φωτεινούς σχηματισμούς στη φωτόσφαιρα του ηλίου, που διαρκεί λίγα λεπτά της ώρας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]