κοκκίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοκκίαση | οι | κοκκιάσεις |
γενική | της | κοκκίασης* | των | κοκκιάσεων |
αιτιατική | την | κοκκίαση | τις | κοκκιάσεις |
κλητική | κοκκίαση | κοκκιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοκκιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοκκίαση < κοκκίο + -αση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική granulation)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοκκίαση θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του κοκκίωση
- (αστρονομία) σύνολο από μικρούς φωτεινούς σχηματισμούς στη φωτόσφαιρα του ηλίου, που διαρκεί λίγα λεπτά της ώρας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κόκκος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)