Μετάβαση στο περιεχόμενο

χαρουπιά

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
Χαρουπιά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρουπιά οι χαρουπιές
      γενική της χαρουπιάς των χαρουπιών
    αιτιατική τη χαρουπιά τις χαρουπιές
     κλητική χαρουπιά χαρουπιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαρουπιά < χαρούπι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαρουπιά θηλυκό

  • (φυτό) το δέντρο Ceratonia siliqua, αλλιώς ξυλοκερατιά, ο καρπός του οποίου μοιάζει αρκετά με τον καρπό της φασολιάς

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]