ανάκτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάκτηση οι ανακτήσεις
      γενική της ανάκτησης* των ανακτήσεων
    αιτιατική την ανάκτηση τις ανακτήσεις
     κλητική ανάκτηση ανακτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανάκτηση < ανακτώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανάκτηση θηλυκό

  1. η απόκτηση πράγματος που είχε χαθεί.
  2. (πληροφορική) η ανάγνωση δεδομένων από μνήμη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]