repo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- repo < repository
Προφορά[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
repo | repos |
repo (en)
- (πληροφορική) συντομογραφία του repository: αποθετήριο
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
repo (fi)