οστεόλυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οστεόλυση | οι | οστεολύσεις |
γενική | της | οστεόλυσης* | των | οστεολύσεων |
αιτιατική | την | οστεόλυση | τις | οστεολύσεις |
κλητική | οστεόλυση | οστεολύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οστεολύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οστεόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteolysis < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + λῠ́σις < λύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οστεόλυση θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- οστεολυτικός
- → δείτε τις λέξεις οστό και λύνω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Osteolysis στην αγγλική Βικιπαίδεια
- οστεοκλάστης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οστεόλυση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)